ὁδοῦσι

ὁδοῦσι
ὁδάω
export and sell
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
ὁδάω
export and sell
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
ὁδόω
lead by the right way
pres part act masc/neut dat pl (attic ionic)
ὁδόω
lead by the right way
pres ind act 3rd pl (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀδοῦσι — ὀδούς tooth masc dat pl (attic epic doric ionic) ὀδούς tooth masc dat pl (attic epic doric ionic) ὀδών tooth masc dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια …   Dictionary of Greek

  • προσανίσταμαι — Α 1. ανασηκώνομαι και πιέζω κάτι («τῆς γλώττης... τοῑς ὀδοῡσι προσανισταμένης», Δίον. Αλ.) 2. εξεγείρομαι, κάνω επανάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνίσταμαι «σηκώνομαι, εξεγείρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ρώχω — Α 1. ασθμαίνω, λαχανιάζω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥώχειν βρύχειν τοῑς ὀδοῡσι». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός άγνωστης ετυμολ., που συνδέεται πιθ. με τα ῥέγκω ή ῥάζω (βλ. λ. ρέγχω)] …   Dictionary of Greek

  • συναράσσω — και αττ. τ. συναράττω Α 1. συγκρούω, συντρίβω 2. σφυρηλατώ, συνάπτω στέρεα («χάλκεον ἱστοβοῆα θοὴ συνάρασσε κορώνη», Απολλ. Ρόδ.) 3. (αμτβ.) (για ανέμους) συγκρούομαι («συναραττόντων ἀνέμων παντοίων», Αριστοτ.) 4. φρ. α) «συναράσσω τινὰ λίθοις»… …   Dictionary of Greek

  • συρραθαγώ — έω, Α κάνω θόρυβο συντρίβοντας κάτι με τα δόντια («ὀλοοῑς συνερραθάγησεν ὀδοῡσι», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ῥαθαγῶ «θορυβώ, παράγω κρότο»] …   Dictionary of Greek

  • χαρακώνω — χαρακῶ, όω, ΝΜΑ [χάραξ, ακος] περιβάλλω έναν τόπο με αιχμηρούς πασσάλους κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, κατασκευάζω χαράκωμα, περιχαρακώνω νεοελλ. 1. σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, ριγώνω 2. (στην αμπελουργία)… …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”